ἥμαρτον

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἁμαρτάνω.

Greek Monotonic

ἥμαρτον: αόρ. βʹ του ἁμαρτάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἥμαρτον: aor. 2 к ἁμαρτάνω.