ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
v. ἁμαρτάνω.
ἥμαρτον: αόρ. βʹ του ἁμαρτάνω.
ἥμαρτον: aor. 2 к ἁμαρτάνω.