δυσκληδόνιστος: Difference between revisions
From LSJ
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσκληδόνιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που προμηνύει [[κακά]]. | |mltxt=[[δυσκληδόνιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που προμηνύει [[κακά]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκληδόνιστος:''' предвещающий дурное, являющийся дурной приметой (θηρία Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of ill name, boding ill, Luc.Am.39.
German (Pape)
[Seite 682] von schlimmer Vorbedeutung, Luc. Am. 39.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκληδόνιστος: -ον, κακὸν ὄνομα ἔχων, προμηνύων κακά, δυσοιώνιστος, Λουκ. Ἐρωσ. 39.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -κλῃδ- Sud.
que es de mal augurio θηρία τὰ πρωΐας ὥρας ὀνομασθῆναι δυσκληδόνιστα animales cuyo nombre es de mal augurio citar por la mañana temprano Luc.Am.39, δ.· δυσφήμιστος Sud.
Greek Monolingual
δυσκληδόνιστος, -ον (Α)
αυτός που προμηνύει κακά.
Russian (Dvoretsky)
δυσκληδόνιστος: предвещающий дурное, являющийся дурной приметой (θηρία Luc.).