εἴλεγμαι: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(4)
(2)
 
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἴλεγμαι:''' αντί <i>λέλεγμαι</i>, Παθ. παρακ. του [[λέγω]].
|lsmtext='''εἴλεγμαι:''' αντί <i>λέλεγμαι</i>, Παθ. παρακ. του [[λέγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἴλεγμαι:''' (= [[λέλεγμαι]]) pf. pass. к сложн. с [[λέγω]] III (напр., [[διείλεγμαι]]).
}}
}}

Latest revision as of 19:16, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. de λέγω.

Spanish (DGE)

v. λέγω.

Greek Monotonic

εἴλεγμαι: αντί λέλεγμαι, Παθ. παρακ. του λέγω.

Russian (Dvoretsky)

εἴλεγμαι: (= λέλεγμαι) pf. pass. к сложн. с λέγω III (напр., διείλεγμαι).