εἴλεγμαι

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. de λέγω.

Spanish (DGE)

v. λέγω.

Greek Monotonic

εἴλεγμαι: αντί λέλεγμαι, Παθ. παρακ. του λέγω.

Russian (Dvoretsky)

εἴλεγμαι: (= λέλεγμαι) pf. pass. к сложн. с λέγω III (напр., διείλεγμαι).