ἐβουλήθην: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(4)
(2)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐβουλήθην:''' Παθ. αόρ. αʹ του [[βούλομαι]].
|lsmtext='''ἐβουλήθην:''' Παθ. αόρ. αʹ του [[βούλομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐβουλήθην:''' и [[ἠβουλήθην]] aor. к [[βούλομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 19:28, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ao. de βούλομαι.

Greek Monotonic

ἐβουλήθην: Παθ. αόρ. αʹ του βούλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐβουλήθην: и ἠβουλήθην aor. к βούλομαι.