ἐληλέδατο: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(4)
(2)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐληλέδατο:''' Επικ. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του [[ἐλαύνω]].
|lsmtext='''ἐληλέδατο:''' Επικ. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του [[ἐλαύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐληλέδατο:''' v. l. = [[ἐληλάδατο]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pqp. Pass. poét. de ἐλαύνω.

English (Autenrieth)

see ἐλαύνω.

Greek Monotonic

ἐληλέδατο: Επικ. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐληλέδατο: v. l. = ἐληλάδατο.