ἐμπύημα: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
(11)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και εμπύωμα, το (AM [[ἐμπύημα]] και [[ἐμπύωμα]])<br />[[συγκέντρωση]] πύου σ' ένα εσωτερικό ή εξωτερικό [[σημείο]] του σώματος.
|mltxt=και εμπύωμα, το (AM [[ἐμπύημα]] και [[ἐμπύωμα]])<br />[[συγκέντρωση]] πύου σ' ένα εσωτερικό ή εξωτερικό [[σημείο]] του σώματος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπύημα:''' ατος τό нарыв, гнойник Arst.
}}
}}

Revision as of 19:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπύημα Medium diacritics: ἐμπύημα Low diacritics: εμπύημα Capitals: ΕΜΠΥΗΜΑ
Transliteration A: empýēma Transliteration B: empyēma Transliteration C: empyima Beta Code: e)mpu/hma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A gathering, abscess, esp. internal, Hp.Prog.18, Epid.3.1.a/, Arist. HA624a17; of the kidneys, Ruf.Ren.Ves.1.5; of the chest, Archig. ap.Aët.8.73, Gal.17(2).793.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπύημα: τό, συνάθροισις πύου, «ὄμπυασμα», ἀπόστημα, ἰδίως ἐσωτερικόν, Ἱππ. Προγν. 41, Ἐπιδημ. τ. Γ΄, 1059, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. absceso interno, empiema ἐπισκέπτεσθαι δὲ χρὴ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐμπυήματος Hp.Prog.16, cf. 17, 18, Epid.3.1.1, Arist.HA 624a17, Aret.SA 1.10.5, ἐμπυήματα χρόνια abscesos crónicos Hp.Art.55, en los riñones, Ruf.Ren.Ves.1.5, en los pulmones, Archig. en Aët.8.73, Gal.7.327, 17(2).793.

Greek Monolingual

και εμπύωμα, το (AM ἐμπύημα και ἐμπύωμα)
συγκέντρωση πύου σ' ένα εσωτερικό ή εξωτερικό σημείο του σώματος.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπύημα: ατος τό нарыв, гнойник Arst.