ἐντεροειδής: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
(12)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἐντεροειδής]], -ές)<br />όμοιος με [[έντερο]].
|mltxt=-ές (Α [[ἐντεροειδής]], -ές)<br />όμοιος με [[έντερο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντεροειδής:''' имеющий форму кишок ([[κοιλία]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 20:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντεροειδής Medium diacritics: ἐντεροειδής Low diacritics: εντεροειδής Capitals: ΕΝΤΕΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: enteroeidḗs Transliteration B: enteroeidēs Transliteration C: enteroeidis Beta Code: e)nteroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like intestines, Arist.HA508b11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεροειδής: -ές, ὅμοιος ἐντέρῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 35, Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. τ. 3. σ. 85, 14.

Spanish (DGE)

-ές
parecido a un intestino (κοιλία) ἐ. estómago, parecido a un intestino de ciertos peces, Arist.HA 508b11.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐντεροειδής, -ές)
όμοιος με έντερο.

Russian (Dvoretsky)

ἐντεροειδής: имеющий форму кишок (κοιλία Arst.).