ζώστρα: Difference between revisions

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
(16)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ζώστρα]]) [[ζώννυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζώνη]], [[ζωστήρας]], [[ζωνάρι]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν [[μέρος]] της εσωτερικής επενδύσεώς του, [[ζωνάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ταινία]], [[δεσμός]], [[αναδέσμη]].
|mltxt=η (Α [[ζώστρα]]) [[ζώννυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζώνη]], [[ζωστήρας]], [[ζωνάρι]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν [[μέρος]] της εσωτερικής επενδύσεώς του, [[ζωνάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ταινία]], [[δεσμός]], [[αναδέσμη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ζώστρα:''' ἡ повязка Theocr.
}}
}}

Revision as of 21:32, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ζώστρα: ἡ, δεσμός, ταινία, Θεόκρ. 2, 122.

Greek Monolingual

η (Α ζώστρα) ζώννυμι
νεοελλ.
1. ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι
2. ναυτ. καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν μέρος της εσωτερικής επενδύσεώς του, ζωνάρι
αρχ.
ταινία, δεσμός, αναδέσμη.

Russian (Dvoretsky)

ζώστρα: ἡ повязка Theocr.