θαψία: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(16) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θαψία]], ἡ (Α)<br />[[θάψος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] φυτού της οικογένειας τών προσωπανθών, κν. θαψιά, [[πολύκαρπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βοτάνου. | |mltxt=[[θαψία]], ἡ (Α)<br />[[θάψος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] φυτού της οικογένειας τών προσωπανθών, κν. θαψιά, [[πολύκαρπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βοτάνου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θαψία:''' ἡ тапсия (растение из семейства зонтичных, Thapsia garganica L) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A deadly carrot, Thapsia garganica, Arist.Pr.864a5, Thphr. HP9.9.1,6, Dsc.4.153, Plin.HN13.124.
German (Pape)
[Seite 1189] ἡ, ein Kraut, Theophr. u. Diosc. S. θάψος.
Greek (Liddell-Scott)
θαψία: ἡ, = θάψος, Ἀριστ. Προβλ. 1. 41, 1, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 9, 1, Διοσκ. 4. 157.
Spanish
Greek Monolingual
θαψία, ἡ (Α)
θάψος
νεοελλ.
είδος φυτού της οικογένειας τών προσωπανθών, κν. θαψιά, πολύκαρπος
αρχ.
είδος βοτάνου.
Russian (Dvoretsky)
θαψία: ἡ тапсия (растение из семейства зонтичных, Thapsia garganica L) Arst.