θρέψα: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
(5)
(2b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρέψα:''' Επικ. αντί [[ἔθρεψα]], αόρ. αʹ του [[τρέφω]]· — [[θρέψω]], μέλ.
|lsmtext='''θρέψα:''' Επικ. αντί [[ἔθρεψα]], αόρ. αʹ του [[τρέφω]]· — [[θρέψω]], μέλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θρέψα:''' эп. (= [[ἔθρεψα]]) aor. к [[τρέφω]].
}}
}}

Latest revision as of 21:52, 31 December 2018

English (Autenrieth)

see τρέφω.

Greek Monotonic

θρέψα: Επικ. αντί ἔθρεψα, αόρ. αʹ του τρέφω· — θρέψω, μέλ.

Russian (Dvoretsky)

θρέψα: эп. (= ἔθρεψα) aor. к τρέφω.