θρεπτέος: Difference between revisions
From LSJ
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
(5) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρεπτέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[τρέφω]], αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θρεπτέον]], αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ. | |lsmtext='''θρεπτέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[τρέφω]], αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θρεπτέον]], αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρεπτέος:''' adj. verb. к [[τρέφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον, (τρέφω)
A to be fed, nurtured, metaph., γυμναστικῇ Pl.R.403c. II θρεπτέον one must feed, keep, Id.Ti.19a, X.Lac.9.5. 2 (from Pass.) ἢ ἐργαστέον ἢ ἀπὸ τῶν εἰργασμένων θρεπτέον one must live on what has been earned, Id.Eq.Mag.8.8.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de τρέφω.
Greek Monotonic
θρεπτέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του τρέφω, αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.
II. 1. θρεπτέον, αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.
2. από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θρεπτέος: adj. verb. к τρέφω.