ἵλαμαι: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἵλᾰμαι:''' = [[ἱλάσκομαι]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἵλᾰμαι:''' = [[ἱλάσκομαι]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἵλᾰμαι:''' и [[ἱλάομαι]] (ῐ) Hom. = [[ἱλάσκομαι]].
}}
}}

Revision as of 22:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵλᾰμαι Medium diacritics: ἵλαμαι Low diacritics: ίλαμαι Capitals: ΙΛΑΜΑΙ
Transliteration A: hílamai Transliteration B: hilamai Transliteration C: ilamai Beta Code: i(/lamai

English (LSJ)

=

   A ἱλάομαι, ἵλαμαι δέ σ' ἀοιδῇ h.Hom.19.48, 21.5; Ἄρτεμιν ἵλασθαι θέλξα

German (Pape)

[Seite 1250] ep. = ἱλάσκομαι; σὲ ἀοιδῇ H. h. 20, 5; ἵλαθι s. unter ἵλημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἵλαμαι: μεταγεν. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἱλάομαι, ἱλάσκομαι, ἵλαμαι δέ σ’ ἀοιδῇ Ὁμ. Ὕμν, 20. 5· Ἀργοτέρην Ὀρφ. Ἀργ. 942· πρβλ. ἵλημι ῐ ἐν Ὁμ. Ὕμν., ῑ ἐν Ὀρφικ. ἐν ἄρσει.

Greek Monolingual

ἵλαμαι (Α)
(επικ. τ.) βλ. ιλάσκομαι.

Greek Monotonic

ἵλᾰμαι: = ἱλάσκομαι, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἵλᾰμαι: и ἱλάομαι (ῐ) Hom. = ἱλάσκομαι.