καθεστηκώς: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
(nl)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καθεστηκώς -υῖα -ός ptc. perf. act. zie καθίστημι (καθίσταμαι).
|elnltext=καθεστηκώς -υῖα -ός ptc. perf. act. zie καθίστημι (καθίσταμαι).
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθεστηκώς:''' υῖα, ός part. pf. к [[καθίστημι]].
}}
}}

Revision as of 22:16, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

υῖα, ός;
part. pf. de καθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθεστηκώς -υῖα -ός ptc. perf. act. zie καθίστημι (καθίσταμαι).

Russian (Dvoretsky)

κᾰθεστηκώς: υῖα, ός part. pf. к καθίστημι.