καταδραμεῖν: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
(5)
(2b)
 
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδρᾰμεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του κατα-[[τρέχω]].
|lsmtext='''καταδρᾰμεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του κατα-[[τρέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταδραμεῖν:''' inf. aor. 2 к [[κατατρέχω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1347] aor. II. zu κατατρέχω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de κατατρέχω.
Étymologie: κατά, ἔδραμον.

Greek Monotonic

καταδρᾰμεῖν: απαρ. αορ. βʹ του κατα-τρέχω.

Russian (Dvoretsky)

καταδραμεῖν: inf. aor. 2 к κατατρέχω.