κατιππάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(5)
(2b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατιππάζομαι:''' κατ-ῑρόω, κατ-[[ίστημι]], Ιων. αντί <i>καθ-</i>.
|lsmtext='''κατιππάζομαι:''' κατ-ῑρόω, κατ-[[ίστημι]], Ιων. αντί <i>καθ-</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''κατιππάζομαι:''' ион. = [[καθιππάζομαι]].
}}
}}

Revision as of 22:44, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1402] ion. = καθιππάζομαι, Her.

Greek (Liddell-Scott)

κατιππάζομαι: κατῑρόω, κατίστημι, Ἰων. ἀντὶ καθ-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καθιππάζομαι.

Greek Monolingual

κατιππάζομαι (Α)
ιων. τ. βλ. καθιππάζομαι.

Greek Monotonic

κατιππάζομαι: κατ-ῑρόω, κατ-ίστημι, Ιων. αντί καθ-.

Russian (Dvoretsky)

κατιππάζομαι: ион. = καθιππάζομαι.