κάτθανον: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(5)
(2b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάτθᾰνον:''' Επικ. αντί <i>κατ-έθανον</i>, αόρ. βʹ του [[καταθνῄσκω]].
|lsmtext='''κάτθᾰνον:''' Επικ. αντί <i>κατ-έθανον</i>, αόρ. βʹ του [[καταθνῄσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κάτθανον:''' aor. к [[καταθνῄσκω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:48, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. καταθνῄσκω.

Greek Monotonic

κάτθᾰνον: Επικ. αντί κατ-έθανον, αόρ. βʹ του καταθνῄσκω.

Russian (Dvoretsky)

κάτθανον: aor. к καταθνῄσκω.