κέκληκα: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(5)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέκληκα:''' Ενεργ. παρακ. του [[καλέω]]· [[κέκλημαι]], παρακ. Παθ.· ευκτ. <i>κεκλῄμην</i>.
|lsmtext='''κέκληκα:''' Ενεργ. παρακ. του [[καλέω]]· [[κέκλημαι]], παρακ. Παθ.· ευκτ. <i>κεκλῄμην</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''κέκληκα:''' pf. к [[καλέω]].
}}
}}

Revision as of 22:52, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. καλέω.

Greek Monotonic

κέκληκα: Ενεργ. παρακ. του καλέω· κέκλημαι, παρακ. Παθ.· ευκτ. κεκλῄμην.

Russian (Dvoretsky)

κέκληκα: pf. к καλέω.