κέκληκα

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

French (Bailly abrégé)

v. καλέω.

Greek Monotonic

κέκληκα: Ενεργ. παρακ. του καλέω· κέκλημαι, παρακ. Παθ.· ευκτ. κεκλῄμην.

Russian (Dvoretsky)

κέκληκα: pf. к καλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέκληκα indic. perf. act. van καλέω.