Κεκρόπιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(20)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Κεκρόπιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον Κέκροπα, [[Αθηναίος]], [[αθηναϊκός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ Κεκρόπιοι</i><br />οι Αθηναίοι<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύρ. όν.</b>) <i>ἡ Κεκροπία</i><br />α) η Αθήνα<br />β) [[δήμος]] της αρχαιότατης Αττικής<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ Κεκρόπιον</i><br />[[τμήμα]] του Ερεχθείου, όπου βρισκόταν ο [[τάφος]] του Κέκροπος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πέτρα]] Κεκροπία» — η Ακρόπολη της Αθήνας<br />β) «Κεκροπία [[χθών]]» — η Αττική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κέκροψ]], -<i>οπος</i>].
|mltxt=[[Κεκρόπιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον Κέκροπα, [[Αθηναίος]], [[αθηναϊκός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ Κεκρόπιοι</i><br />οι Αθηναίοι<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύρ. όν.</b>) <i>ἡ Κεκροπία</i><br />α) η Αθήνα<br />β) [[δήμος]] της αρχαιότατης Αττικής<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ Κεκρόπιον</i><br />[[τμήμα]] του Ερεχθείου, όπου βρισκόταν ο [[τάφος]] του Κέκροπος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πέτρα]] Κεκροπία» — η Ακρόπολη της Αθήνας<br />β) «Κεκροπία [[χθών]]» — η Αττική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κέκροψ]], -<i>οπος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''Κεκρόπιος:''' кекропов: [[Κεκροπία]] [[πέτρα]] Eur. = Ἀκρόπολις; [[Κεκροπία]] [[χθών]] Eur. = [[Ἀττική]].
}}
}}

Revision as of 22:56, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Cécrops ; Κεκροπία χθών EUR la terre de Cécrops, l’Attique.
Étymologie: Κέκροψ.

Greek Monolingual

Κεκρόπιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στον Κέκροπα, Αθηναίος, αθηναϊκός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Κεκρόπιοι
οι Αθηναίοι
3. (το θηλ. ως κύρ. όν.) ἡ Κεκροπία
α) η Αθήνα
β) δήμος της αρχαιότατης Αττικής
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ Κεκρόπιον
τμήμα του Ερεχθείου, όπου βρισκόταν ο τάφος του Κέκροπος
5. φρ. α) «πέτρα Κεκροπία» — η Ακρόπολη της Αθήνας
β) «Κεκροπία χθών» — η Αττική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κέκροψ, -οπος].

Russian (Dvoretsky)

Κεκρόπιος: кекропов: Κεκροπία πέτρα Eur. = Ἀκρόπολις; Κεκροπία χθών Eur. = Ἀττική.