αθηναϊκός

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀθηναϊκός, -ή, -όν) και αθηναίικος, -η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αθήνα και τους Αθηναίους, ή που προέρχεται από την Αθήνα
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στην Αθηνά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ἀθηναϊκὸς παράγεται από το Ἀθῆναι: Ἀθηναι-ικὸς > Ἀθηναϊκός, με σίγηση του ι της διφθόγγου για αποφυγή της κακοφωνίας, που δημιουργούσαν τα δυο αλλεπάλληλα ι (αι-ι)
(πρβλ. τροχαΐος-τροχαϊκός, ἀρχαῖος-ἀρχαϊκός κ. τ. ό)].