κουφολογία: Difference between revisions

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κουφολογία:''' ἡ, κενά [[λόγια]], [[ακριτολογία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''κουφολογία:''' ἡ, κενά [[λόγια]], [[ακριτολογία]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κουφολογία:''' ἡ легкомысленные речи или пустая похвальба Thuc., Plut.
}}
}}

Revision as of 23:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφολογία Medium diacritics: κουφολογία Low diacritics: κουφολογία Capitals: ΚΟΥΦΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: kouphología Transliteration B: kouphologia Transliteration C: koufologia Beta Code: koufologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A light talk, Th.4.28, App. Hisp.38, Plu.2.855b.

Greek (Liddell-Scott)

κουφολογία: ἡ, ἀκριτολογία, Θουκ. 4. 28, Ἀππ. Ἰβηρ. 38, Πλούτ. 2. 855Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parole dite à la légère.
Étymologie: κουφολόγος.

Greek Monolingual

κουφολογία, ἡ (Α) κουφολογώ
απερίσκεπτα λόγια («τοῑς δὲ Ἀθηναῑοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῆ κουφολογίᾳ αύτοῡ», Θουκ.).

Greek Monotonic

κουφολογία: ἡ, κενά λόγια, ακριτολογία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κουφολογία: ἡ легкомысленные речи или пустая похвальба Thuc., Plut.