κρητίζω: Difference between revisions
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(21) |
(3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρητίζω]] (Α) [[Κρης]]<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] με κρητική [[προφορά]], [[μιλώ]] σαν [[Κρητικός]]<br /><b>2.</b> [[μιμούμαι]] τους Κρητικούς στα ψέματα<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[προς]] Κρῆτα κρητίζειν» — το να απατά [[κάποιος]] τον απατεώνα. | |mltxt=[[κρητίζω]] (Α) [[Κρης]]<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] με κρητική [[προφορά]], [[μιλώ]] σαν [[Κρητικός]]<br /><b>2.</b> [[μιμούμαι]] τους Κρητικούς στα ψέματα<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[προς]] Κρῆτα κρητίζειν» — το να απατά [[κάποιος]] τον απατεώνα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρητίζω:''' действовать «по-критски», т. е. обманывать, плутовать (см. [[Κρής]] II) Plut., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
agir ou parler comme un Crétois, càd être fourbe, imposteur.
Étymologie: Κρής.
Greek Monolingual
κρητίζω (Α) Κρης
1. μιλώ με κρητική προφορά, μιλώ σαν Κρητικός
2. μιμούμαι τους Κρητικούς στα ψέματα
3. παροιμ. «προς Κρῆτα κρητίζειν» — το να απατά κάποιος τον απατεώνα.
Russian (Dvoretsky)
κρητίζω: действовать «по-критски», т. е. обманывать, плутовать (см. Κρής II) Plut., Anth.