κρητίζω
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
English (LSJ)
(< Κρής) speak like a Cretan, D.Chr. [11.23].
play the Cretan, i.e. lie, πρὸς Κρῆτας or Κρῆτα Κ. 'diamond cut diamond', Plb. 8.18.5, Plu. Aem. 23, Lys. 20.
French (Bailly abrégé)
agir ou parler comme un Crétois, càd être fourbe, imposteur.
Étymologie: Κρής.
Greek Monolingual
κρητίζω (Α) Κρης
1. μιλώ με κρητική προφορά, μιλώ σαν Κρητικός
2. μιμούμαι τους Κρητικούς στα ψέματα
3. παροιμ. «προς Κρῆτα κρητίζειν» — το να απατά κάποιος τον απατεώνα.
Russian (Dvoretsky)
κρητίζω: действовать «по-критски», т. е. обманывать, плутовать (см. Κρής II) Plut., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρητίζω [Κρήτη] ‘Cretenzisch spreken’, spreekw. bedriegen, liegen:. πρὸς Κρῆτα (ς) κρητίζειν boeven met boeven vangen Plut. Aem. 23.10.