λιπόνεως: Difference between revisions

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐπόνεως:''' -ων, = [[λιπόναυς]], σε Δημ.
|lsmtext='''λῐπόνεως:''' -ων, = [[λιπόναυς]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐπόνεως:''' ω ὁ моряк-дезертир Dem., Luc.
}}
}}

Revision as of 23:40, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 52] = λιπόναυς, B. A. 412; τοὺς λιπόνεως, Dem. 50, 65.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόνεως: -ων, = λιπόναυς, Δημ. 1226. 15, Λουκ. Κατάπλ. 3· ἴδε λειπανδρέω.

Greek Monolingual

λιπόνεως, -ων (Α)
λιπόναυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -νεως (< ναῦς, νεώς «πλοίο»), πρβλ. περί-νεως].

Greek Monotonic

λῐπόνεως: -ων, = λιπόναυς, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπόνεως: ω ὁ моряк-дезертир Dem., Luc.