λωμάτιον: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(23) |
(3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λωμάτιον]], τὸ (Α) [[λώμα]]<br />(υποκορ. του [[λώμα]]) [[λεπτό]] [[σειρήτι]], λεπτή [[γαρνιτούρα]] της άκρης του φορέματος. | |mltxt=[[λωμάτιον]], τὸ (Α) [[λώμα]]<br />(υποκορ. του [[λώμα]]) [[λεπτό]] [[σειρήτι]], λεπτή [[γαρνιτούρα]] της άκρης του φορέματος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λωμάτιον:''' τό одеяние, плащ (μήλινον Anth.). | |||
}} | }} |