Μέδουσα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(24)
 
(3)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[Μέδουσα]], -ης)<br />[[τέρας]] της ελληνικής μυθολογίας, μια από τις [[τρεις]] Γοργόνες, της οποίας το [[κεφάλι]] και [[ιδίως]] το [[βλέμμα]] είχε απολιθωτική [[δύναμη]] [[εναντίον]] εκείνου που το αντίκρυζε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Μέδουσας [[κεφαλή]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[διεύρυνση]] και [[οφιοειδής]] [[πορεία]] τών περιομφαλικών φλεβών του κοιλιακού τοιχώματος [[κατά]] την [[κίρρωση]] του [[ήπατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. ενεστ. του [[μέδω]]].
|mltxt=η (Α [[Μέδουσα]], -ης)<br />[[τέρας]] της ελληνικής μυθολογίας, μια από τις [[τρεις]] Γοργόνες, της οποίας το [[κεφάλι]] και [[ιδίως]] το [[βλέμμα]] είχε απολιθωτική [[δύναμη]] [[εναντίον]] εκείνου που το αντίκρυζε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Μέδουσας [[κεφαλή]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[διεύρυνση]] και [[οφιοειδής]] [[πορεία]] τών περιομφαλικών φλεβών του κοιλιακού τοιχώματος [[κατά]] την [[κίρρωση]] του [[ήπατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. ενεστ. του [[μέδω]]].
}}
{{elru
|elrutext='''Μέδουσα:''' дор. [[Μέδοισα]] ἡ [part. praes. к [[μέδω]] Медуза (одна из трех сестер Горгон) Hes., Pind. etc.
}}
}}

Revision as of 23:48, 31 December 2018

Greek Monolingual

η (Α Μέδουσα, -ης)
τέρας της ελληνικής μυθολογίας, μια από τις τρεις Γοργόνες, της οποίας το κεφάλι και ιδίως το βλέμμα είχε απολιθωτική δύναμη εναντίον εκείνου που το αντίκρυζε
νεοελλ.
φρ. «Μέδουσας κεφαλή»
ιατρ. διεύρυνση και οφιοειδής πορεία τών περιομφαλικών φλεβών του κοιλιακού τοιχώματος κατά την κίρρωση του ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. ενεστ. του μέδω].

Russian (Dvoretsky)

Μέδουσα: дор. Μέδοισα ἡ [part. praes. к μέδω Медуза (одна из трех сестер Горгон) Hes., Pind. etc.