μεμορημένος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_10)
 
(3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεμορημένος''': -η, -ον, = ἠσκημένος, πεπονημένος, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 389Β, Ἡσύχ.
|lstext='''μεμορημένος''': -η, -ον, = ἠσκημένος, πεπονημένος, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 389Β, Ἡσύχ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεμορημένος:''' Anth. part. pf. pass. к [[μείρομαι]].
}}
}}

Revision as of 23:56, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

μεμορημένος: -η, -ον, = ἠσκημένος, πεπονημένος, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 389Β, Ἡσύχ.

Russian (Dvoretsky)

μεμορημένος: Anth. part. pf. pass. к μείρομαι.