μελιτουργία: Difference between revisions
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
(6_10) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελῐτουργία''': ἡ, μελιτουργός, όν, [[ἀμφίβολος]] γραφὴ ἀντὶ μελιττουργία, -γός. | |lstext='''μελῐτουργία''': ἡ, μελιτουργός, όν, [[ἀμφίβολος]] γραφὴ ἀντὶ μελιττουργία, -γός. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελῐτουργία:''' ἡ изготовление меда или пчеловодство Arst., pl. Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, μελῐτουργ-ός, όν, dub. ll. for μελιττουργία, -γός.
German (Pape)
[Seite 124] ἡ, μελιτουργικός u. μελιτουργός, v. l. von μελισσουργία u. s. w.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτουργία: ἡ, μελιτουργός, όν, ἀμφίβολος γραφὴ ἀντὶ μελιττουργία, -γός.
Russian (Dvoretsky)
μελῐτουργία: ἡ изготовление меда или пчеловодство Arst., pl. Diod.