μυκητίας: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(26) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυκητίας]], ὁ (ΑΜ)<br /><b>φρ.</b> «[[μυκητίας]] [[σεισμός]]» — [[σεισμός]] που συνοδεύεται από υπόκωφη βοή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυκητής]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βρασματ</i>-<i>ίας</i>, <i>σεισματ</i>-<i>ίας</i>)]. | |mltxt=[[μυκητίας]], ὁ (ΑΜ)<br /><b>φρ.</b> «[[μυκητίας]] [[σεισμός]]» — [[σεισμός]] που συνοδεύεται από υπόκωφη βοή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυκητής]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βρασματ</i>-<i>ίας</i>, <i>σεισματ</i>-<i>ίας</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῡκητίας:''' ου adj. m ревущий, сопровождающийся гулом ([[σεισμός]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 1 January 2019
English (LSJ)
σεισμός, ὁ, an earthquake
A accompanied with roaring underground, Arist.Mu.396a11 (but perh. rather μυκῆται, as Stob.).
German (Pape)
[Seite 216] σεισμός, ὁ, mit unterirdischem Gebrüll verbundenes Erdbeben, Arist. mund. 4 p. 396.
Greek (Liddell-Scott)
μῡκητίας: σεισμός, ὁ, σεισμὸς συνοδευόμενος ὑπὸ ὑπογείου μυκηθμοῦ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 32,
Greek Monolingual
μυκητίας, ὁ (ΑΜ)
φρ. «μυκητίας σεισμός» — σεισμός που συνοδεύεται από υπόκωφη βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυκητής + κατάλ. -ίας (πρβλ. βρασματ-ίας, σεισματ-ίας)].
Russian (Dvoretsky)
μῡκητίας: ου adj. m ревущий, сопровождающийся гулом (σεισμός Arst.).