οἰνάρεον: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰνάρεον:''' τό, ποιητ. αντί <i>οἴνᾰρον</i>, [[αμπελόφυλλο]], [[κληματόφυλλο]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''οἰνάρεον:''' τό, ποιητ. αντί <i>οἴνᾰρον</i>, [[αμπελόφυλλο]], [[κληματόφυλλο]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνάρεον:''' (ᾰ) τό Theocr. = [[οἴναρον]].
}}
}}

Revision as of 00:48, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

οἰνάρεον: τό, ποιητ. ἀντὶ οἴνᾰρον, φύλλον ἀμπέλου, Θεόκρ. 7. 134.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. οἴναρον.
Étymologie: οἰνάρεος.

Greek Monotonic

οἰνάρεον: τό, ποιητ. αντί οἴνᾰρον, αμπελόφυλλο, κληματόφυλλο, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνάρεον: (ᾰ) τό Theocr. = οἴναρον.