παιωνίς: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(30)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παιωνίς]], ἡ (Α)<br />(ανώμ. τ.) <b>βλ.</b> [[παιώνιος]].
|mltxt=[[παιωνίς]], ἡ (Α)<br />(ανώμ. τ.) <b>βλ.</b> [[παιώνιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''παιωνίς:''' ίδος (ῐδ) adj. f исцеляющая, целительная ([[χείρ]] Anth.; [[τέχνη]] Sext.).
}}
}}

Revision as of 01:20, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 444] ίδος, ἡ, fem. zum Vorigen, τέχνη, Arzneikunst, Sp., wie S. Emp. adv. gramm. 51. So heißen auch die Nymphen, Orph. H. 50, 14.

Greek (Liddell-Scott)

παιωνίς: -ίδος, = τῷ προηγ., Σέξτ. Ἐμπειρ. σ. 226, 31.

Greek Monolingual

παιωνίς, ἡ (Α)
(ανώμ. τ.) βλ. παιώνιος.

Russian (Dvoretsky)

παιωνίς: ίδος (ῐδ) adj. f исцеляющая, целительная (χείρ Anth.; τέχνη Sext.).