παραχραίνω: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>παθ.</b> <i>παραχραίνομαι</i> ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι, μιαίνομαι, μολύνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χραίνω]] «[[μολύνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>παθ.</b> <i>παραχραίνομαι</i> ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι, μιαίνομαι, μολύνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χραίνω]] «[[μολύνω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''παραχραίνω:''' загрязнять Plut.
}}
}}

Revision as of 01:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχραίνω Medium diacritics: παραχραίνω Low diacritics: παραχραίνω Capitals: ΠΑΡΑΧΡΑΙΝΩ
Transliteration A: parachraínō Transliteration B: parachrainō Transliteration C: parachraino Beta Code: paraxrai/nw

English (LSJ)

   A mix, defile beside, Plu.Fr.7.26 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 508] daneben vermischen, verunreinigen, Plut. frg. 26.

Greek (Liddell-Scott)

παραχραίνω: μιαίνω, μολύνω, Πλουτ. Ἀποσπ. 26.

Greek Monolingual

Α
παθ. παραχραίνομαι ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι, μιαίνομαι, μολύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χραίνω «μολύνω»].

Russian (Dvoretsky)

παραχραίνω: загрязнять Plut.