περιειλίσσω: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιειλίσσω:''' Ιων. αντί <i>περι-[[ελίσσω]]</i>.
|lsmtext='''περιειλίσσω:''' Ιων. αντί <i>περι-[[ελίσσω]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''περιειλίσσω:''' ион. = [[περιελίσσω]].
}}
}}

Revision as of 02:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιειλίσσω Medium diacritics: περιειλίσσω Low diacritics: περιειλίσσω Capitals: ΠΕΡΙΕΙΛΙΣΣΩ
Transliteration A: perieilíssō Transliteration B: perieilissō Transliteration C: perieilisso Beta Code: perieili/ssw

English (LSJ)

   A v. περιελίσσω.

German (Pape)

[Seite 573] ion. statt περιελίσσω; Her. 8, 128; auch Plat. Prot. 342, ἱμάντας περιειλίττονται, v. l. περιελ.

Greek (Liddell-Scott)

περιειλίσσω: Ἰων. ἀντὶ περιελίσσω.

Greek Monolingual

Α
βλ. περιελίσσω.

Greek Monotonic

περιειλίσσω: Ιων. αντί περι-ελίσσω.

Russian (Dvoretsky)

περιειλίσσω: ион. = περιελίσσω.