Περσείδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(32)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=και Περσηϊάδης, ὁ, Α<br />αυτός που κατάγεται από τον Περσέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Περσεύς]], -<i>έος</i> / -<i>ῆος</i> <span style="color: red;">+</span> πατρωνυμική κατάλ. -<i>ίδης</i> / -<i>ιάδης</i> (<b>πρβλ.</b> [[Πηλεΐδης]])].
|mltxt=και Περσηϊάδης, ὁ, Α<br />αυτός που κατάγεται από τον Περσέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Περσεύς]], -<i>έος</i> / -<i>ῆος</i> <span style="color: red;">+</span> πατρωνυμική κατάλ. -<i>ίδης</i> / -<i>ιάδης</i> (<b>πρβλ.</b> [[Πηλεΐδης]])].
}}
{{elru
|elrutext='''Περσείδης:''' ου ὁ [[Περσεύς]] и [[Πέρσης]] I] (ион. dat. pl. Περσεΐδῃσι) сын или потомок Персея Her., Thuc., Xen.
}}
}}

Revision as of 02:12, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fils ou descendant de Persée ; οἱ Περσεῖδαι, les Perséides ou descendants de Persée.
Étymologie: Περσεύς et Πέρσης.

Greek Monolingual

και Περσηϊάδης, ὁ, Α
αυτός που κατάγεται από τον Περσέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, -έος / -ῆος + πατρωνυμική κατάλ. -ίδης / -ιάδης (πρβλ. Πηλεΐδης)].

Russian (Dvoretsky)

Περσείδης: ου ὁ Περσεύς и Πέρσης I] (ион. dat. pl. Περσεΐδῃσι) сын или потомок Персея Her., Thuc., Xen.