πλόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(33)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[φλόμος]], βουκάμινο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φλόμος]]].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[φλόμος]], βουκάμινο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φλόμος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλόμος:''' ὁ бот. коровяк (Verbascum thapsus L - семенами которого пользовалась для одурманивания рыбы) Arst.
}}
}}

Revision as of 02:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλόμος Medium diacritics: πλόμος Low diacritics: πλόμος Capitals: ΠΛΟΜΟΣ
Transliteration A: plómos Transliteration B: plomos Transliteration C: plomos Beta Code: plo/mos

English (LSJ)

ὁ,

   A = φλόμος, Arist.HA602b31:—hence πλομίζω, poison with mullein, ἰχθῦς ib.603a1.

German (Pape)

[Seite 637] ὁ, u. πλομίζω, s. φλόμος, φλομίζω.

Greek (Liddell-Scott)

πλόμος: ὁ = φλόμος, verb scum, τοὺς ἰχθῦς ἀποθνήσκειν τῷ πλόμῳ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 3· ― πλομίζω, δηλητηριάζω διὰ τοῦ φλόμου, τοὺς ἐν τοῖς ποταμοῖς καὶ λίμναις θηρεύειν πλομίζοντας αὐτόθι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φλόμος, βουκάμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φλόμος].

Russian (Dvoretsky)

πλόμος: ὁ бот. коровяк (Verbascum thapsus L - семенами которого пользовалась для одурманивания рыбы) Arst.