ποινῆτις: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(6)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποινῆτις:''' -ιδος, ἡ ([[ποινάω]]), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ.
|lsmtext='''ποινῆτις:''' -ιδος, ἡ ([[ποινάω]]), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποινῆτις:''' ῐδος ἡ карательница, мстительница (π. [[Ἐρινύς]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 02:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποινῆτις Medium diacritics: ποινῆτις Low diacritics: ποινήτις Capitals: ΠΟΙΝΗΤΙΣ
Transliteration A: poinē̂tis Transliteration B: poinētis Transliteration C: poinitis Beta Code: poinh=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A avenging, AP7.745.5 (Antip. Sid.).

Greek (Liddell-Scott)

ποινῆτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐκδικουμένη, τιμωροῦσα, Ἀνθ. Π. 7. 745.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f. de ποινητήρ.

Greek Monolingual

-ήτιδος, ἡ, Α
αυτή που εκδικείται, που τιμωρεί, η εκδικήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα -τις (πρβλ. κυβερνῆ-τις)].

Greek Monotonic

ποινῆτις: -ιδος, ἡ (ποινάω), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ποινῆτις: ῐδος ἡ карательница, мстительница (π. Ἐρινύς Anth.).