πολυποσία: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(33) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και πολυποσίη, ἡ, Α [[πολυπότης]]<br />η υπερβολική [[οινοποσία]]. | |mltxt=και πολυποσίη, ἡ, Α [[πολυπότης]]<br />η υπερβολική [[οινοποσία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυποσία:''' ἡ тж. pl. неумеренное потребление вина Polyb., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, (πόσις)
A hard-drinking, Hp.Aph.7.7, Plb. 5.15.2, Ph.1.682, Demoph.Sim.49.
German (Pape)
[Seite 669] ἡ, das Vieltrinken; Pol. 5, 15, 2; Luc. Paras. 16 im plur.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠποσία: Ἰων. ἡ, (πόσις) τὸ πολὺ πίνειν, τὸ πίνειν πολὺν οἶνον, (πρβλ. πολυδαισία), Ἱππ. Ἀφ. 1258, Πολύβ. 5. 15, 2, κτλ.
Greek Monolingual
και πολυποσίη, ἡ, Α πολυπότης
η υπερβολική οινοποσία.
Russian (Dvoretsky)
πολυποσία: ἡ тж. pl. неумеренное потребление вина Polyb., Luc.