ῥυσαίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(6) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥῡσαίνομαι:''' ([[ῥυσός]]), Παθ., έχω [[ρυτίδες]], κάνω ζάρες, λέγεται για τα ούλα, σε Ανθ. | |lsmtext='''ῥῡσαίνομαι:''' ([[ῥυσός]]), Παθ., έχω [[ρυτίδες]], κάνω ζάρες, λέγεται για τα ούλα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥῡσαίνομαι:''' быть морщинистым, сморщенным Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:28, 1 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A to be wrinkled, Nic.Al.78, AP14.103.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσαίνομαι: Παθ., ῥυτιδοῦμαι, ἐπὶ τῶν οὔλων, Νικ. Ἀλεξιφ. 78, Ἀνθ. Π. 14. 103.
Greek Monolingual
και ῥυσσαίνομαι Α ῥυσός / ῥυσσός]
παθ. (για τα ούλα) ρυτιδώνομαι.
Greek Monotonic
ῥῡσαίνομαι: (ῥυσός), Παθ., έχω ρυτίδες, κάνω ζάρες, λέγεται για τα ούλα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῡσαίνομαι: быть морщинистым, сморщенным Anth.