Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σμικρίνης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(37)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[άτομο]] που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, [[μικρολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμικρός]] / [[μικρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Αισχ</i>-<i>ίνης</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[άτομο]] που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, [[μικρολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμικρός]] / [[μικρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Αισχ</i>-<i>ίνης</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''σμῑκρίνης:''' ου (ῐν) ὁ мелочный человек, скупец, скряга (обычный тип в новоатт. комедии) Men.
}}
}}

Revision as of 03:40, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 911] ὁ, ein kleinlich Geiziger, ein Filz, Knicker; Charactername des Geizhalses in der neuen griech. Comödie, wie Harpagon in der französischen; Jac. lect. Stob. p. 97; Mein. Menandr. p. 64. 565.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑκρίνης: [κρῐ], ου, ὁ, ὁ περὶ σμικρῶν σκεπτόμενος, μικρολόγος, φιλάργυρος· κεῖται δὲ ὡς προσηγορικὸν ὄνομα ἐν τῇ νέᾳ κωμῳδίᾳ ὡς ἐν τῇ Γαλλικῇ τὸ Harpagon, Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 3, «Ἐπιτρ.» 5, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 43.

Greek Monolingual

ὁ, Α
άτομο που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, μικρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμικρός / μικρός + επίθημα -ίνης (πρβλ. Αισχ-ίνης)].

Russian (Dvoretsky)

σμῑκρίνης: ου (ῐν) ὁ мелочный человек, скупец, скряга (обычный тип в новоатт. комедии) Men.