Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στολιδόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(6)
(4)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στολῐδόομαι:''' Μέσ., φορώ [[ρούχο]], [[ένδυμα]], ντύνομαι, στολίζομαι, με αιτ., σε Ευρ.
|lsmtext='''στολῐδόομαι:''' Μέσ., φορώ [[ρούχο]], [[ένδυμα]], ντύνομαι, στολίζομαι, με αιτ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''στολῐδόομαι:''' надевать на себя (στολιδωσαμένοι νεβρίδα Eur.).
}}
}}

Revision as of 03:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολιδόομαι Medium diacritics: στολιδόομαι Low diacritics: στολιδόομαι Capitals: ΣΤΟΛΙΔΟΟΜΑΙ
Transliteration A: stolidóomai Transliteration B: stolidoomai Transliteration C: stolidoomai Beta Code: stolido/omai

English (LSJ)

Med.,

   A dress oneself in, νεβρίδα στολιδωσαμένα E.Ph. 1755 (lyr.).    2 Pass., become wrinkled, of a bandage, Sor.Fasc. 42.

Greek (Liddell-Scott)

στολῐδόομαι: μέσ., ἐνδύομαί τι, «στολίζομαι» μέ τι, νεβρίδα στολιδωσαμένα Εὐρ. Φοίν. 1754.

Greek Monotonic

στολῐδόομαι: Μέσ., φορώ ρούχο, ένδυμα, ντύνομαι, στολίζομαι, με αιτ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

στολῐδόομαι: надевать на себя (στολιδωσαμένοι νεβρίδα Eur.).