συναγρίς: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(6_12) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναγρίς''': -ίδος, ἡ, ὁ γνωστὸς ἰχθύς, κοινῶς «συναγρίδα», Ἐπίχ. 47 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 8., 2. 15, 14. ― Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 102. | |lstext='''συναγρίς''': -ίδος, ἡ, ὁ γνωστὸς ἰχθύς, κοινῶς «συναγρίδα», Ἐπίχ. 47 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 8., 2. 15, 14. ― Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 102. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναγρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ синагрида (род морской рыбы) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a
A sea-fish, Epich.69 (v.l. συαγρ-), Arist.HA505a15, 506b16.
German (Pape)
[Seite 996] ίδος, ἡ, ein Meerfisch; Arist. bei Ath. VII, 322 a.
Greek (Liddell-Scott)
συναγρίς: -ίδος, ἡ, ὁ γνωστὸς ἰχθύς, κοινῶς «συναγρίδα», Ἐπίχ. 47 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 8., 2. 15, 14. ― Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 102.
Russian (Dvoretsky)
συναγρίς: ίδος (ῐδ) ἡ синагрида (род морской рыбы) Arst.