τάων: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τάων:''' [ᾱ], Δωρ. και Αιολ. γεν. πληθ. θηλ. του άρθρου <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>τό</i>. | |lsmtext='''τάων:''' [ᾱ], Δωρ. και Αιολ. γεν. πληθ. θηλ. του άρθρου <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>τό</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τάων:''' дор.-эол. (= τῶν) gen. pl. к ἡ. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:32, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾱ], Ep. gen. pl. fem. of ὁ, ἡ, τό.
Greek (Liddell-Scott)
τάων: [ᾱ], Δωρ. καὶ Αἰολ. γεν. πληθ. θηλ. τοῦ ἄρθρου ὁ, ἡ, τό, ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς Ἐπικοῖς.
French (Bailly abrégé)
dor. et éol. c. τῶν, gén. pl. fém. de ὁ, ἡ, τό, employé c. pron. relat.
Greek Monotonic
τάων: [ᾱ], Δωρ. και Αιολ. γεν. πληθ. θηλ. του άρθρου ὁ, ἡ, τό.
Russian (Dvoretsky)
τάων: дор.-эол. (= τῶν) gen. pl. к ἡ.