ταυράω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταυράω''': (διάφ. γραφ. [[ταυριάω]]), ἐπὶ θηλείας βοός, ἐφίεμαι τοῦ ταύρου, «ζητῶ τὸν ταῦρον», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 12, πρβλ. [[καπράω]]. | |lstext='''ταυράω''': (διάφ. γραφ. [[ταυριάω]]), ἐπὶ θηλείας βοός, ἐφίεμαι τοῦ ταύρου, «ζητῶ τὸν ταῦρον», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 12, πρβλ. [[καπράω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ταυράω:''' (о коровах) находиться в периоде полового возбуждения (αἱ [[βόες]] ταυρῶσιν Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:32, 1 January 2019
English (LSJ)
(
A v.l. ταυριάω), want the bull, of cows, Arist.HA572a31.
German (Pape)
[Seite 1073] l. d. statt ταυριάω.
Greek (Liddell-Scott)
ταυράω: (διάφ. γραφ. ταυριάω), ἐπὶ θηλείας βοός, ἐφίεμαι τοῦ ταύρου, «ζητῶ τὸν ταῦρον», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 12, πρβλ. καπράω.
Russian (Dvoretsky)
ταυράω: (о коровах) находиться в периоде полового возбуждения (αἱ βόες ταυρῶσιν Arst.).