τρέφος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(41)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ους, τὸ, Α<br />[[θρέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρέφ</i>- του [[τρέφω]], απ' όπου τα σύνθ. σε -<i>τρεφής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀνεμο</i>-<i>τρεφής</i>, <i>ἁπαλο</i>-<i>τρεφής</i>)].
|mltxt=-ους, τὸ, Α<br />[[θρέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρέφ</i>- του [[τρέφω]], απ' όπου τα σύνθ. σε -<i>τρεφής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀνεμο</i>-<i>τρεφής</i>, <i>ἁπαλο</i>-<i>τρεφής</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''τρέφος:''' εος τό Soph. = [[θρέμμα]].
}}
}}

Revision as of 04:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρέφος Medium diacritics: τρέφος Low diacritics: τρέφος Capitals: ΤΡΕΦΟΣ
Transliteration A: tréphos Transliteration B: trephos Transliteration C: trefos Beta Code: tre/fos

English (LSJ)

εος, τό,

   A = θρέμμα (v.l. βρέφος), S.Fr.154, cj. in E.Fr.996.

German (Pape)

[Seite 1137] τό, = θρέμμα, Soph. frg. 166 bei Ath. X, 401 d, wofür Eust. βρέφος hat.

Greek (Liddell-Scott)

τρέφος: -εος, τό, = θρέμμα, (μετὰ διαφόρ. γραφ. βρέφος), σὺ δ’, ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν τρέφος Σοφ. Ἀποσπ. 166.

Greek Monolingual

-ους, τὸ, Α
θρέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ- του τρέφω, απ' όπου τα σύνθ. σε -τρεφής (πρβλ. ἀνεμο-τρεφής, ἁπαλο-τρεφής)].

Russian (Dvoretsky)

τρέφος: εος τό Soph. = θρέμμα.