Τυνδάρειος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(42)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ον, θηλ. και -ος, Α [[Τυνδάρεος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τυνδάρεω, μυθικό βασιλιά της Σπάρτης.
|mltxt=-α, -ον, θηλ. και -ος, Α [[Τυνδάρεος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τυνδάρεω, μυθικό βασιλιά της Σπάρτης.
}}
{{elru
|elrutext='''Τυνδάρειος:''' и 2 (ᾰ) тиндареев Eur., Arph.
}}
}}

Revision as of 05:00, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de Tyndare.
Étymologie: Τυνδάρεος.

Greek Monolingual

-α, -ον, θηλ. και -ος, Α Τυνδάρεος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τυνδάρεω, μυθικό βασιλιά της Σπάρτης.

Russian (Dvoretsky)

Τυνδάρειος: и 2 (ᾰ) тиндареев Eur., Arph.