τὤγαλμα: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(6)
(4b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τὤγαλμα:''' Ιων. [[κράση]] αντί τὸ [[ἄγαλμα]].
|lsmtext='''τὤγαλμα:''' Ιων. [[κράση]] αντί τὸ [[ἄγαλμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''τὤγαλμα:''' in crasi Her. = τὸ [[ἄγαλμα]].
}}
}}

Revision as of 05:00, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1167] zsgzgn = τὸ ἄγαλμα, Her.

Greek (Liddell-Scott)

τὤγαλμα: κατ’ Ἰωνικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἄγαλμα, Ἡρόδοτος 2. 42, 141.

French (Bailly abrégé)

crase ion. p. τὸ ἄγαλμα.

Greek Monolingual

Α
ιων. κράση αντί τὸ ἄγαλμα.

Greek Monotonic

τὤγαλμα: Ιων. κράση αντί τὸ ἄγαλμα.

Russian (Dvoretsky)

τὤγαλμα: in crasi Her. = τὸ ἄγαλμα.