τρηχαλέος: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρηχᾰλέος:''' -η, -ον, ποιητ. αντί [[τρηχύς]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τρηχᾰλέος:''' -η, -ον, ποιητ. αντί [[τρηχύς]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρηχᾰλέος:''' Anth. = [[τρηχύς]].
}}
}}

Revision as of 05:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρηχᾰλέος Medium diacritics: τρηχαλέος Low diacritics: τρηχαλέος Capitals: ΤΡΗΧΑΛΕΟΣ
Transliteration A: trēchaléos Transliteration B: trēchaleos Transliteration C: trichaleos Beta Code: trhxale/os

English (LSJ)

η, ον, poet. for τρηχύς, Pancrat.Oxy.1085.11, Marc. SId.27, AP5.291.6 (Agath.), 6.63 (Damoch.), 64 (Paul. Sil.), APl. 4.113 (Jul.).

Greek (Liddell-Scott)

τρηχᾰλέος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ τρηχύς, τραχύς, Ἀνθ. Π. 5. 292., 6. 63, 64, Πλαν. 113.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
(ποιητ. τ. αντί τρηχύς) τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρηχύς, ιων. τ. του τραχύς + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].

Greek Monotonic

τρηχᾰλέος: -η, -ον, ποιητ. αντί τρηχύς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρηχᾰλέος: Anth. = τρηχύς.