ὑμνητήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑμνητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[ὑμνητής]], σε Ανθ.· θηλ. [[ὑμνήτειρα]], στον ίδ.
|lsmtext='''ὑμνητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[ὑμνητής]], σε Ανθ.· θηλ. [[ὑμνήτειρα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑμνητήρ:''' ῆρος ὁ Anth. = [[ὑμνητής]].
}}
}}

Revision as of 05:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνητήρ Medium diacritics: ὑμνητήρ Low diacritics: υμνητήρ Capitals: ΥΜΝΗΤΗΡ
Transliteration A: hymnētḗr Transliteration B: hymnētēr Transliteration C: ymnitir Beta Code: u(mnhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = sq., AP7.19 (Leon.), Opp.H.3.7.

German (Pape)

[Seite 1178] ῆρος, ὁ, = ὑμνητής, Leon. Tar. 80 (VII, 19).

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνητήρ: ῆρος, ὁ, = ὑμνητής, Ὀππ. Ἁλ. 3. 7, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 17· θηλ. ὑμνήτειρα γλῶσσα Ἀνθ. Π. 8. 35.

Greek Monolingual

-ῆρος, ό, θηλ. ὑμνήτειρα, Α
υμνητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. τιμη-τήρ)].

Greek Monotonic

ὑμνητήρ: -ῆρος, ὁ, = ὑμνητής, σε Ανθ.· θηλ. ὑμνήτειρα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνητήρ: ῆρος ὁ Anth. = ὑμνητής.