ὑμνητήρ: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑμνητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[ὑμνητής]], σε Ανθ.· θηλ. [[ὑμνήτειρα]], στον ίδ. | |lsmtext='''ὑμνητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[ὑμνητής]], σε Ανθ.· θηλ. [[ὑμνήτειρα]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑμνητήρ:''' ῆρος ὁ Anth. = [[ὑμνητής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq., AP7.19 (Leon.), Opp.H.3.7.
German (Pape)
[Seite 1178] ῆρος, ὁ, = ὑμνητής, Leon. Tar. 80 (VII, 19).
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνητήρ: ῆρος, ὁ, = ὑμνητής, Ὀππ. Ἁλ. 3. 7, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 17· θηλ. ὑμνήτειρα γλῶσσα Ἀνθ. Π. 8. 35.
Greek Monolingual
-ῆρος, ό, θηλ. ὑμνήτειρα, Α
υμνητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. τιμη-τήρ)].
Greek Monotonic
ὑμνητήρ: -ῆρος, ὁ, = ὑμνητής, σε Ανθ.· θηλ. ὑμνήτειρα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑμνητήρ: ῆρος ὁ Anth. = ὑμνητής.