ὑποδέδρομα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(6)
(4b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποδέδρομα:''' παρακ. του [[ὑποτρέχω]].
|lsmtext='''ὑποδέδρομα:''' παρακ. του [[ὑποτρέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποδέδρομα:''' дор. [[ὑποδεδρόμηκα]] pf. к [[ὑποτρέχω]].
}}
}}

Latest revision as of 05:28, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

pf. de ὑποτρέχω.

Greek Monotonic

ὑποδέδρομα: παρακ. του ὑποτρέχω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδέδρομα: дор. ὑποδεδρόμηκα pf. к ὑποτρέχω.